Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ηλιοσυσσωρευτής
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
ο
ηλιοσυσσωρευτ
ής
οι
ηλιοσυσσωρευτ
ές
γενική
του
ηλιοσυσσωρευτ
ή
των
ηλιοσυσσωρευτ
ών
αιτιατική
τον
ηλιοσυσσωρευτ
ή
τους
ηλιοσυσσωρευτ
ές
κλητική
ηλιοσυσσωρευτ
ή
ηλιοσυσσωρευτ
ές
Κατηγορία
όπως «
ποιητής
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
ηλιοσυσσωρευτής
<
ηλιο-
+
συσσωρευτής
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ηλιοσυσσωρευτής
αρσενικό
συσκευή
που παράγει
ηλεκτρική
ενέργεια
από μετατροπή της ενέργειας της
ηλιακής
ακτινοβολίας
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ηλιοσυσσωρευτής