Δείτε επίσης: ἡλιοβασίλευμαν

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

 
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ηλιοβασίλεμα τα ηλιοβασιλέματα
      γενική του ηλιοβασιλέματος των ηλιοβασιλεμάτων
    αιτιατική το ηλιοβασίλεμα τα ηλιοβασιλέματα
     κλητική ηλιοβασίλεμα ηλιοβασιλέματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ηλιοβασίλεμα < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ἡλιοβασίλευμαν.[1] Αναλύεται σε ηλιο- + βασίλεμα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ηλιοβασίλεμα ουδέτερο

Συνώνυμα επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. ηλιοβασίλεμαΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)

  Πηγές επεξεργασία