ενικός         πληθυντικός  
sunset sunsets

  Ετυμολογία

επεξεργασία
sunset < sun + set

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

sunset (en)

  • το ηλιοβασίλεμα, η δύση του ήλιου
    ⮡  Let’s go to the beach and see the sunset.
    Πάμε στην ακρογιαλιά να δούμε το ηλιοβασίλεμα.
    ⮡  We will see the sunrise in the morning and the sunset in the afternoon.
    Θα δούμε την ανατολή του ήλιου το πρωί και την δύση του ήλιου το απόγευμα.

Δείτε επίσης

επεξεργασία