Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η λευκωματουρία οι λευκωματουρίες
      γενική της λευκωματουρίας των λευκωματουριών
    αιτιατική τη λευκωματουρία τις λευκωματουρίες
     κλητική λευκωματουρία λευκωματουρίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

λευκωματουρία < λευκωματ- (< λεύκωμα) + -ουρία (< ουρώ)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

λευκωματουρία θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία