λευκωματουρία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαλευκωματουρία θηλυκό
- (ιατρική) η πάθηση που συνίσταται στην παρουσία λευκώματος στα ούρα κι οφείλεται σε βλάβη των νεφρών
Μεταφράσεις
επεξεργασία λευκωματουρία