λευκόχρους
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
→ γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
ονομαστική | ο/η | λευκόχρους | το | λευκόχρουν | ||
γενική | του/της | λευκόχρου | του | λευκόχρου | ||
αιτιατική | τον/τη | λευκόχρου | το | λευκόχρουν | ||
κλητική | λευκόχρους* | λευκόχρουν* | ||||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
→ γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
ονομαστική | οι | λευκόχροες | τα | λευκόχροα | ||
γενική | των | λευκοχρόων | των | λευκοχρόων | ||
αιτιατική | τους/τις | λευκόχροες | τα | λευκόχροα | ||
κλητική | λευκόχροες | λευκόχροα | ||||
* Η κλητική πτώση, σπάνια. Λόγια κλίση κατά την αρχαία κατάληξη -ους, συνηρημένου τύπου του -οος. | ||||||
Κατηγορία όπως «βραδύνους» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- λευκόχρους < αρχαία ελληνική λευκόχρους < λευκό- + -χρους < χροιά
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /lefˈko.xɾus/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : λευ‐κό‐χρους
Επίθετο
επεξεργασίαλευκόχρους, -ους, -ουν
Μεταφράσεις
επεξεργασία λευκόχρους
|
Πηγές
επεξεργασία- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία→ γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ/ἡ | λευκόχροος > λευκόχρους | τὸ | λευκόχροον > λευκόχρουν | ||
γενική | τοῦ/τῆς | λευκοχρόου > λευκόχρου | τοῦ | λευκοχρόου > λευκόχρου | ||
δοτική | τῷ/τῇ | λευκοχρόῳ > λευκόχρῳ | τῷ | λευκοχρόῳ > λευκόχρῳ | ||
αιτιατική | τὸν/τὴν | λευκόχροον > λευκόχρουν | τὸ | λευκόχροον > λευκόχρουν | ||
κλητική ὦ! | λευκόχροε > λευκόχρους | λευκόχροον > λευκόχρουν | ||||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
ονομαστική | οἱ/αἱ | λευκόχροοι > λευκόχροι | τὰ | λευκόχροᾰ > λευκόχροᾰ | ||
γενική | τῶν | λευκοχρόων > λευκόχρων | τῶν | λευκοχρόων > λευκόχρων | ||
δοτική | τοῖς/ταῖς | λευκοχρόοις > λευκόχροις | τοῖς | λευκοχρόοις > λευκόχροις | ||
αιτιατική | τοὺς/τὰς | λευκοχρόους > λευκόχρους | τὰ | λευκόχροᾰ > λευκόχροᾰ | ||
κλητική ὦ! | λευκόχροοι > λευκόχροι | λευκόχροᾰ > λευκόχροᾰ | ||||
δυϊκός | ||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | λευκοχρόω > λευκόχρω | τὼ | λευκοχρόω > λευκόχρω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | λευκοχρόοιν > λευκόχροιν | τοῖν | λευκοχρόοιν > λευκόχροιν | ||
Οι σπάνιες κλητικές πτώσεις, ίδιες με τις ονομαστικές." | ||||||
2η κλίση, ομάδα 'εὔνοος εὔνους', Κατηγορία 'εὔνους' όπως «εὔνους» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- λευκόχρους - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.