Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο λευκαντικός η λευκαντική το λευκαντικό
      γενική του λευκαντικού της λευκαντικής του λευκαντικού
    αιτιατική τον λευκαντικό τη λευκαντική το λευκαντικό
     κλητική λευκαντικέ λευκαντική λευκαντικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι λευκαντικοί οι λευκαντικές τα λευκαντικά
      γενική των λευκαντικών των λευκαντικών των λευκαντικών
    αιτιατική τους λευκαντικούς τις λευκαντικές τα λευκαντικά
     κλητική λευκαντικοί λευκαντικές λευκαντικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

λευκαντικός < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή λευκαντικός < αρχαία ελληνική λευκαίνω < λευκός < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *leuk-[1] (λευκός) ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική whitening)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /lef.kan.diˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: λευ‐κα‐ντι‐κός

  Επίθετο επεξεργασία

λευκαντικός, -ή, -ό

  1. που συντελεί στη λεύκανση
  2. (ουσιαστικοποιημένο) λευκαντικό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  1. Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.