Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

λευκαντικό ουδέτερο

  • ειδική χημική ουσία που χρησιμοποιείται για την λεύκανση των ρούχων

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

λευκαντικό