λευκόθριξ
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ/ἡ | λευκόθριξ | οἱ/αἱ | λευκότριχες |
γενική | τοῦ/τῆς | λευκότριχος | τῶν | λευκοτρίχων |
δοτική | τῷ/τῇ | λευκότριχῐ | τοῖς/ταῖς | λευκότριξῐ(ν) |
αιτιατική | τὸν/τὴν | λευκότριχᾰ | τοὺς/τὰς | λευκότριχᾰς |
κλητική ὦ! | λευκόθριξ | λευκότριχες | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | λευκότριχε | ||
γεν-δοτ | τοῖν | λευκοτρίχοιν | ||
3η κλίση, Κατηγορία 'ὄνυξ' όπως «ὄνυξ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαλευκόθριξ αρσενικό ή θηλυκό
- αυτός που έχει λευκά μαλλιά, λευκές τρίχες
Πηγές
επεξεργασία- λευκόθριξ - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- λευκόθριξ - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.