↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο βεβαρυμένος η βεβαρυμένη το βεβαρυμένο
      γενική του βεβαρυμένου της βεβαρυμένης του βεβαρυμένου
    αιτιατική τον βεβαρυμένο τη βεβαρυμένη το βεβαρυμένο
     κλητική βεβαρυμένε βεβαρυμένη βεβαρυμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι βεβαρυμένοι οι βεβαρυμένες τα βεβαρυμένα
      γενική των βεβαρυμένων των βεβαρυμένων των βεβαρυμένων
    αιτιατική τους βεβαρυμένους τις βεβαρυμένες τα βεβαρυμένα
     κλητική βεβαρυμένοι βεβαρυμένες βεβαρυμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
βεβαρυμένος < αρχαία ελληνική βεβαρυμμένος(απλοποίηση), μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος βαρύνω < βαρύς

βεβαρυμένος

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία