βεβαρυμένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- βεβαρυμένος < αρχαία ελληνική βεβαρυμμένος(απλοποίηση), μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος βαρύνω < βαρύς
Μετοχή
επεξεργασίαβεβαρυμένος
- (λόγιο) που έχει βαρυνθεί ή επιβαρυνθεί