βεβαρημένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- βεβαρημένος < αρχαία ελληνική βεβαρημένος, μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος βαρέω / βαρῶ
Μετοχή
επεξεργασίαβεβαρημένος, -η, -ο
- που φέρει ένα βάρος, κάτι αρνητικό· επιβαρυμένος
- βεβαρημένο ποινικό μητρώο: το μητρώο κάποιου που έχει καταδικαστεί για σοβαρά αδικήματα
- βεβαρημένη ιατρική κατάσταση: αυτή που χαρακτηρίζεται από σοβαρές ασθένειες
- βεβαρημένο πρόγραμμα: αυτό που περιλαμβάνει πολλές υποχρεώσεις
Άλλες γραφές
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία βεβαρημένος
|