Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο βεβαρημένος η βεβαρημένη το βεβαρημένο
      γενική του βεβαρημένου της βεβαρημένης του βεβαρημένου
    αιτιατική τον βεβαρημένο τη βεβαρημένη το βεβαρημένο
     κλητική βεβαρημένε βεβαρημένη βεβαρημένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι βεβαρημένοι οι βεβαρημένες τα βεβαρημένα
      γενική των βεβαρημένων των βεβαρημένων των βεβαρημένων
    αιτιατική τους βεβαρημένους τις βεβαρημένες τα βεβαρημένα
     κλητική βεβαρημένοι βεβαρημένες βεβαρημένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

βεβαρημένος < αρχαία ελληνική βεβαρημένος, μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος βαρέω / βαρῶ

  Μετοχή επεξεργασία

βεβαρημένος, -η, -ο

  1. που φέρει ένα βάρος, κάτι αρνητικό· επιβαρυμένος
    • βεβαρημένο ποινικό μητρώο: το μητρώο κάποιου που έχει καταδικαστεί για σοβαρά αδικήματα
    • βεβαρημένη ιατρική κατάσταση: αυτή που χαρακτηρίζεται από σοβαρές ασθένειες
    • βεβαρημένο πρόγραμμα: αυτό που περιλαμβάνει πολλές υποχρεώσεις

Άλλες γραφές επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία