Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
επιβαρυμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Μετοχή
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
επιβαρυμέν
ος
η
επιβαρυμέν
η
το
επιβαρυμέν
ο
γενική
του
επιβαρυμέν
ου
της
επιβαρυμέν
ης
του
επιβαρυμέν
ου
αιτιατική
τον
επιβαρυμέν
ο
την
επιβαρυμέν
η
το
επιβαρυμέν
ο
κλητική
επιβαρυμέν
ε
επιβαρυμέν
η
επιβαρυμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
επιβαρυμέν
οι
οι
επιβαρυμέν
ες
τα
επιβαρυμέν
α
γενική
των
επιβαρυμέν
ων
των
επιβαρυμέν
ων
των
επιβαρυμέν
ων
αιτιατική
τους
επιβαρυμέν
ους
τις
επιβαρυμέν
ες
τα
επιβαρυμέν
α
κλητική
επιβαρυμέν
οι
επιβαρυμέν
ες
επιβαρυμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
επιβαρυμένος
<
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
επιβαρύνω
Μετοχή
επεξεργασία
επιβαρυμένος, -η, -ο
→
δείτε
τη λέξη
επιβαρύνω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
επιβαρυμένος
γαλλικά
:
chargé
(fr)
,
aggravé
(fr)