βαρέω
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- βαρέω < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα
επεξεργασίαβαρέω
- έλκω ή πιέζω προς τα κάτω
- ζυγίζω
- βαραίνω, νοιώθω βαρύς, είμαι βαρύς
- ※ 3ος αιώνας κε ⌘ Πορφύριος, Περὶ ἀποχῆς ἐμψύχων (De absinentia), (1.54), @scaife.perseus
- ἀρθείσης γὰρ πολυτελείας, ἀρθείσης δὲ τῆς περὶ τὰ ἀφροδίσια πτοίας, τίς ἔξω φιλοτιμία, τίς λοιπὸν χρεία πλούτου ἀργοῦ, εἰς μηδὲν ἡμῖν χρησιμεύοντος, ἀλλὰ μόνον βαρήσοντος;
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 3 (γ. Ἰθακησίων ἐκκλησία καὶ Τηλεμάχου ἀποδημία.), στίχ. 139 (στίχοι 139-140)
- οἱ δ᾽ ἦλθον οἴνῳ βεβαρηότες υἷες Ἀχαιῶν, | μῦθον μυθείσθην, τοῦ εἵνεκα λαὸν ἄγειραν
- κι οι Αχαιοί προσήλθαν ζαλισμένοι, | με το κεφάλι τους βαρύ απ᾽ το κρασί, όπου οι Ατρείδες πήραν να εξηγούν τον λόγο που το πλήθος συναθροίστηκε.
- Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Μαρωνίτης @greek-language.gr
- ※ 3ος αιώνας κε ⌘ Πορφύριος, Περὶ ἀποχῆς ἐμψύχων (De absinentia), (1.54), @scaife.perseus
- (μεταφορικά) (στην παθητική φωνή) είμαι φορτωμένος, έχω επιβαρυνθεί, καταπιέζομαι
- ※ 5ος/4oς αιώνας πκε ⌘ Πλάτων, Συμπόσιον, 203b
- ὁ οὖν Πόρος μεθυσθεὶς τοῦ νέκταρος— οἶνος γὰρ οὔπω ἦν—εἰς τὸν τοῦ Διὸς κῆπον εἰσελθὼν βεβαρημένος ηὗδεν.
- Ο Πόρος τότε μεθυσμένος από το νέκταρ -κρασί δεν υπήρχε ακόμη- βγήκε έξω στον κήπο του Δία και, καθώς είχε βαρύνει, έπεσε και κοιμήθηκε.
- Μετάφραση, Σταύρος Τσιτσιρίδης, @greek-language.gr
- ΣτΕ:Η Διοτίμα, αφού έχει αποδείξει στον Σωκράτη ότι ο Έρως δεν είναι θεός, αναπτύσσει τη δική της άποψη στην ερώτηση του Σωκράτη για τη φύση του Έρωτα.
- ὁ οὖν Πόρος μεθυσθεὶς τοῦ νέκταρος— οἶνος γὰρ οὔπω ἦν—εἰς τὸν τοῦ Διὸς κῆπον εἰσελθὼν βεβαρημένος ηὗδεν.
- ※ 5ος/4oς αιώνας πκε ⌘ Πλάτων, Συμπόσιον, 203b
- συσσωρεύω φορτίο
- επιβαρύνω με φόρο
Συγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τη λέξη βαρύς
Πηγές
επεξεργασία- βαρέω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- βαρέω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.