ἀκροβαρέω
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ρήμα επεξεργασία
ἀκροβαρέω - ἀκροβαρῶ (συνηρημένο)
- χάνω την ισορροπία λόγω υπερφόρτωσης στα άκρα
Συγγενικά επεξεργασία
→ και δείτε τη λέξη βαρύς
Πηγές επεξεργασία
- ἀκροβαρέω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.