Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἀκροβαρέω < ἀκρο- + βαρέω

  Ρήμα επεξεργασία

ἀκροβαρέω - ἀκροβαρῶ (συνηρημένο)

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη βαρύς


  Πηγές επεξεργασία