Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
λευκωματούχος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Συνώνυμα
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
λευκωματούχ
ος
η
λευκωματούχ
α
το
λευκωματούχ
ο
γενική
του
λευκωματούχ
ου
της
λευκωματούχ
ας
του
λευκωματούχ
ου
αιτιατική
τον
λευκωματούχ
ο
τη
λευκωματούχ
α
το
λευκωματούχ
ο
κλητική
λευκωματούχ
ε
λευκωματούχ
α
λευκωματούχ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
λευκωματούχ
οι
οι
λευκωματούχ
ες
τα
λευκωματούχ
α
γενική
των
λευκωματούχ
ων
των
λευκωματούχ
ων
των
λευκωματούχ
ων
αιτιατική
τους
λευκωματούχ
ους
τις
λευκωματούχ
ες
τα
λευκωματούχ
α
κλητική
λευκωματούχ
οι
λευκωματούχ
ες
λευκωματούχ
α
ομάδα 'ωραίος'
,
Κατηγορία
όπως «
ωραίος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
λευκωματούχος
<
λεύκωμα
+
-ούχος
Επίθετο
επεξεργασία
λευκωματούχος
που
περιέχει
λεύκωμα
Συνώνυμα
επεξεργασία
πρωτεϊνούχος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
λευκωματούχος
→
δείτε
τη λέξη
πρωτεϊνούχος