Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
πρωτεϊνούχος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Συνώνυμα
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
πρωτεϊνούχ
ος
η
πρωτεϊνούχ
α
το
πρωτεϊνούχ
ο
γενική
του
πρωτεϊνούχ
ου
της
πρωτεϊνούχ
ας
του
πρωτεϊνούχ
ου
αιτιατική
τον
πρωτεϊνούχ
ο
την
πρωτεϊνούχ
α
το
πρωτεϊνούχ
ο
κλητική
πρωτεϊνούχ
ε
πρωτεϊνούχ
α
πρωτεϊνούχ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
πρωτεϊνούχ
οι
οι
πρωτεϊνούχ
ες
τα
πρωτεϊνούχ
α
γενική
των
πρωτεϊνούχ
ων
των
πρωτεϊνούχ
ων
των
πρωτεϊνούχ
ων
αιτιατική
τους
πρωτεϊνούχ
ους
τις
πρωτεϊνούχ
ες
τα
πρωτεϊνούχ
α
κλητική
πρωτεϊνούχ
οι
πρωτεϊνούχ
ες
πρωτεϊνούχ
α
ομάδα 'ωραίος'
,
Κατηγορία
όπως «
ωραίος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
πρωτεϊνούχος
<
πρωτεΐνη
+
-ούχος
Επίθετο
επεξεργασία
πρωτεϊνούχος, -α / -ος, -ο
που περιέχει
πρωτεΐνες
Συνώνυμα
επεξεργασία
λευκωματούχος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
πρωτεϊνούχος
αγγλικά
:
proteinaceous
(en)