ξασπρίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ξασπρίζω < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα
επεξεργασίαξασπρίζω
- το τζην μου με τον καιρό ξάσπρισε
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ξασπρίζω | ξάσπριζα | θα ξασπρίζω | να ξασπρίζω | ξασπρίζοντας | |
β' ενικ. | ξασπρίζεις | ξάσπριζες | θα ξασπρίζεις | να ξασπρίζεις | ξάσπριζε | |
γ' ενικ. | ξασπρίζει | ξάσπριζε | θα ξασπρίζει | να ξασπρίζει | ||
α' πληθ. | ξασπρίζουμε | ξασπρίζαμε | θα ξασπρίζουμε | να ξασπρίζουμε | ||
β' πληθ. | ξασπρίζετε | ξασπρίζατε | θα ξασπρίζετε | να ξασπρίζετε | ξασπρίζετε | |
γ' πληθ. | ξασπρίζουν(ε) | ξάσπριζαν ξασπρίζαν(ε) |
θα ξασπρίζουν(ε) | να ξασπρίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ξάσπρισα | θα ξασπρίσω | να ξασπρίσω | ξασπρίσει | ||
β' ενικ. | ξάσπρισες | θα ξασπρίσεις | να ξασπρίσεις | ξάσπρισε | ||
γ' ενικ. | ξάσπρισε | θα ξασπρίσει | να ξασπρίσει | |||
α' πληθ. | ξασπρίσαμε | θα ξασπρίσουμε | να ξασπρίσουμε | |||
β' πληθ. | ξασπρίσατε | θα ξασπρίσετε | να ξασπρίσετε | ξασπρίστε | ||
γ' πληθ. | ξάσπρισαν ξασπρίσαν(ε) |
θα ξασπρίσουν(ε) | να ξασπρίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω ξασπρίσει | είχα ξασπρίσει | θα έχω ξασπρίσει | να έχω ξασπρίσει | ||
β' ενικ. | έχεις ξασπρίσει | είχες ξασπρίσει | θα έχεις ξασπρίσει | να έχεις ξασπρίσει | ||
γ' ενικ. | έχει ξασπρίσει | είχε ξασπρίσει | θα έχει ξασπρίσει | να έχει ξασπρίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε ξασπρίσει | είχαμε ξασπρίσει | θα έχουμε ξασπρίσει | να έχουμε ξασπρίσει | ||
β' πληθ. | έχετε ξασπρίσει | είχατε ξασπρίσει | θα έχετε ξασπρίσει | να έχετε ξασπρίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν ξασπρίσει | είχαν ξασπρίσει | θα έχουν ξασπρίσει | να έχουν ξασπρίσει |
|