άσπρη
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- άσπρη: ουσιαστικοποιημένο θηλυκό του επιθέτου άσπρος
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈa.spɾi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ά‐σπρη
Ουσιαστικό
επεξεργασίαάσπρη θηλυκό
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαάσπρη