↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αστέρινος η αστέρινη το αστέρινο
      γενική του αστέρινου της αστέρινης του αστέρινου
    αιτιατική τον αστέρινο την αστέρινη το αστέρινο
     κλητική αστέρινε αστέρινη αστέρινο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αστέρινοι οι αστέρινες τα αστέρινα
      γενική των αστέρινων των αστέρινων των αστέρινων
    αιτιατική τους αστέρινους τις αστέρινες τα αστέρινα
     κλητική αστέρινοι αστέρινες αστέρινα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αστέρινος < αστήρ

  Επίθετο

επεξεργασία

αστέρινος, -η, -ο

  1. ο αποτελούμενος από αστέρες
  2. αυτός των αστέρων
    αστέρινο φως

  Μεταφράσεις

επεξεργασία