Δείτε επίσης: ἔναστρος
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο έναστρος η έναστρη το έναστρο
      γενική του έναστρου της έναστρης του έναστρου
    αιτιατική τον έναστρο την έναστρη το έναστρο
     κλητική έναστρε έναστρη έναστρο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι έναστροι οι έναστρες τα έναστρα
      γενική των έναστρων των έναστρων των έναστρων
    αιτιατική τους έναστρους τις έναστρες τα έναστρα
     κλητική έναστροι έναστρες έναστρα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
έναστρος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἔναστρος < αρχαία ελληνική σημασία: ανάμεσα σε άστρα[1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈe.na.stɾos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: έ‐να‐στρος
παλιότερος συλλαβισμός: έν‐α‐στρος

  Επίθετο

επεξεργασία

έναστρος, -η, -ο

  • αυτός που έχει άστρα
    ⮡  ήταν ξαπλωμένος και αγνάντευε τον έναστρο ουρανό

Αντώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία