ανάστερος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ανάστερος < (ελληνιστική κοινή) ἀνάστερος < ἀν- + αρχαία ελληνική ἀστήρ
Επίθετο
επεξεργασίαανάστερος, -η, -ο
- άλλη μορφή του άναστρος, χωρίς αστέρια
- (μεταφορικά) δυστυχής
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη αστέρι
Μεταφράσεις
επεξεργασία ανάστερος
|