Δείτε επίσης: ἄναστρος

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο άναστρος η άναστρη το άναστρο
      γενική του άναστρου της άναστρης του άναστρου
    αιτιατική τον άναστρο την άναστρη το άναστρο
     κλητική άναστρε άναστρη άναστρο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι άναστροι οι άναστρες τα άναστρα
      γενική των άναστρων των άναστρων των άναστρων
    αιτιατική τους άναστρους τις άναστρες τα άναστρα
     κλητική άναστροι άναστρες άναστρα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

άναστρος < (ελληνιστική κοινήἄναστρος < αρχαία ελληνική ἀν- + ἀστήρ

  Επίθετο επεξεργασία

άναστρος, -η, -ο

Άλλες μορφές επεξεργασία

Αντώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία