étoilé
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | étoilé | étoilés |
θηλυκό | étoilée | étoilées |
Επίθετο επεξεργασία
étoilé (fr)
- έναστρος
- le ciel étoilé - ο έναστρος ουρανός
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | étoilé | étoilés |
θηλυκό | étoilée | étoilées |
étoilé (fr)