↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σταρένιος η σταρένια το σταρένιο
      γενική του σταρένιου της σταρένιας του σταρένιου
    αιτιατική τον σταρένιο τη σταρένια το σταρένιο
     κλητική σταρένιε σταρένια σταρένιο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σταρένιοι οι σταρένιες τα σταρένια
      γενική των σταρένιων των σταρένιων των σταρένιων
    αιτιατική τους σταρένιους τις σταρένιες τα σταρένια
     κλητική σταρένιοι σταρένιες σταρένια
Προφέρεται με συνίζηση ως παροξύτονο.
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σταρένιος < σιταρένιος

  Επίθετο

επεξεργασία

σταρένιος, -ια, -ιο

  1. που είναι φτιαγμένος από σιτάρι, σιταρένιος
  2. που έχει το χρώμα του σιταριού
    σταρένιο δέρμα-σταρένια επιδερμίδα

  Μεταφράσεις

επεξεργασία