↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σιταρένιος η σιταρένια το σιταρένιο
      γενική του σιταρένιου της σιταρένιας του σιταρένιου
    αιτιατική τον σιταρένιο τη σιταρένια το σιταρένιο
     κλητική σιταρένιε σιταρένια σιταρένιο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σιταρένιοι οι σιταρένιες τα σιταρένια
      γενική των σιταρένιων των σιταρένιων των σιταρένιων
    αιτιατική τους σιταρένιους τις σιταρένιες τα σιταρένια
     κλητική σιταρένιοι σιταρένιες σιταρένια
Προφέρεται με συνίζηση ως παροξύτονο.
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σιταρένιος < σιτάρι + -ένιος

  Επίθετο

επεξεργασία

σιταρένιος

  1. που έχει φτιαχτεί από σιτάρι
  2. που έχει το χρώμα του σιταριού

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία