Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σιταρίσιος η σιταρίσια το σιταρίσιο
      γενική του σιταρίσιου της σιταρίσιας του σιταρίσιου
    αιτιατική τον σιταρίσιο τη σιταρίσια το σιταρίσιο
     κλητική σιταρίσιε σιταρίσια σιταρίσιο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σιταρίσιοι οι σιταρίσιες τα σιταρίσια
      γενική των σιταρίσιων των σιταρίσιων των σιταρίσιων
    αιτιατική τους σιταρίσιους τις σιταρίσιες τα σιταρίσια
     κλητική σιταρίσιοι σιταρίσιες σιταρίσια
Προφέρεται με συνίζηση ως παροξύτονο.
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

σιταρίσιος < σιτάρι + -ίσιος

  Επίθετο επεξεργασία

σιταρίσιος

Άλλες μορφές επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία