Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σταρίσιος η σταρίσια το σταρίσιο
      γενική του σταρίσιου της σταρίσιας του σταρίσιου
    αιτιατική τον σταρίσιο τη σταρίσια το σταρίσιο
     κλητική σταρίσιε σταρίσια σταρίσιο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σταρίσιοι οι σταρίσιες τα σταρίσια
      γενική των σταρίσιων των σταρίσιων των σταρίσιων
    αιτιατική τους σταρίσιους τις σταρίσιες τα σταρίσια
     κλητική σταρίσιοι σταρίσιες σταρίσια
Προφέρεται με συνίζηση ως παροξύτονο.
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

σταρίσιος < λείπει η ετυμολογία

  Επίθετο επεξεργασία

σταρίσιος

  Μεταφράσεις επεξεργασία