Προφορά

επεξεργασία
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

blé (fr) αρσενικό

  1. το σιτάρι
  2. (αργκό) το χρήμα, τα λεφτά
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη argent