Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
blatantly
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Αγγλικά
(en)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίρρημα
1.3
Πηγές
Αγγλικά
(en)
επεξεργασία
παραθετικά
θετικός
blatantly
συγκριτικός
more
blatantly
υπερθετικός
most
blatantly
Ετυμολογία
επεξεργασία
blatantly
<
blatant
+
-ly
Επίρρημα
επεξεργασία
blatantly
(en)
(
κακόσημο
)
κραυγαλέα
,
κατάφωρα
, με προφανή και ανοιχτό τρόπο, χωρίς προσοχή αν οι άνθρωποι σοκαριστούν
⮡
The law that was passed was
blatantly
unconstitutional.
Ο νόμος που ψηφίστηκε είναι
κραυγαλέα
αντισυνταγματικός.
⮡
The law was
blatantly
violated.
Ο νόμος παραβιάστηκε
κατάφωρα
.
≈
συνώνυμα
:
→
δείτε
τη
λέξη
obviously
Πηγές
επεξεργασία
blatantly
-
Oxford Learner's Dictionaries