παραθετικά
θετικός flagrantly
συγκριτικός more flagrantly
υπερθετικός most flagrantly

  Ετυμολογία

επεξεργασία
flagrantly < flagrant + -ly

  Επίρρημα

επεξεργασία

flagrantly (en) (κακόσημο)

  • κραυγαλέα, κατάφωρα, με πολύ προφανή τρόπο και χωρίς να δείχνει κανέναν σεβασμό σε ανθρώπους, νόμους κτλ.
    ⮡  The law that was passed was flagrantly unconstitutional.
    Ο νόμος που ψηφίστηκε είναι κραυγαλέα αντισυνταγματικός.
    ⮡  The law was flagrantly violated.
    Ο νόμος παραβιάστηκε κατάφωρα.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη obviously