παραθετικά
θετικός openly
συγκριτικός more openly
υπερθετικός most openly

  Ετυμολογία

επεξεργασία
openly < open + -ly

  Επίρρημα

επεξεργασία

openly (en)

  • ανοιχτά, απροκάλυπτα, χωρίς να κρύβονται συναισθήματα, απόψεις ή πληροφορίες
    ⮡  I spoke to him openly.
    Του μίλησα ανοιχτά.
    ⮡  He openly stated that he will act in his own self-interest.
    Δήλωσε απροκάλυπτα ότι θα ενεργήσει σύμφωνα με το προσωπικό του συμφέρον.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη obviously