openly
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | openly |
συγκριτικός | more openly |
υπερθετικός | most openly |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίρρημα
επεξεργασίαopenly (en)
- ανοιχτά, απροκάλυπτα, χωρίς να κρύβονται συναισθήματα, απόψεις ή πληροφορίες
παραθετικά | |
θετικός | openly |
συγκριτικός | more openly |
υπερθετικός | most openly |
openly (en)