Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική τα δευτεροκανονικά
      γενική των δευτεροκανονικών
    αιτιατική τα δευτεροκανονικά
     κλητική δευτεροκανονικά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

δευτεροκανονικά < δευτερο- + κανονικά

  Ουσιαστικό επεξεργασία

δευτεροκανονικά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία