Ετυμολογία

επεξεργασία

κανονικά < κανονικός +

  Επίρρημα

επεξεργασία

κανονικά

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Εκφράσεις

επεξεργασία
  • κανονικά και με το νόμο: πλεονασμός που χρησιμοποιείται συνήθως σκωπτικά για να δείξει κάτι που γίνεται με βάση τις ισχύουσες νομοθετικές διατάξεις ή βάσει επίσημων αποφάσεων επιστημονικών ή διοικητικών

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου

επεξεργασία

κανονικά