φυσιολογικά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαφυσιολογικά < από τον πληθυντικό του ουδετέρου του επιθέτου φυσιολογικός
Επίρρημα
επεξεργασίαφυσιολογικά
- κατά τρόπο φυσιολογικό, σύμφωνα με τη φύση, με φυσικότητα
- μερικές γυναίκες, ενώ μπορούν να γεννήσουν φυσιολογικά, προτιμούν την καισαρική τομή
- Το αντιμετώπισε φυσιολογικά, ψύχραιμα, λογικά
Μεταφράσεις
επεξεργασία φυσιολογικά
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαφυσιολογικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του φυσιολογικό