Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

φυσιολογικά < από τον πληθυντικό του ουδετέρου του επιθέτου φυσιολογικός

  Επίρρημα επεξεργασία

φυσιολογικά

  1. κατά τρόπο φυσιολογικό, σύμφωνα με τη φύση, με φυσικότητα
    μερικές γυναίκες, ενώ μπορούν να γεννήσουν φυσιολογικά, προτιμούν την καισαρική τομή
    Το αντιμετώπισε φυσιολογικά, ψύχραιμα, λογικά

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

φυσιολογικά