παραθετικά
θετικός normally
συγκριτικός more normally
υπερθετικός most normally

  Ετυμολογία

επεξεργασία
normally < normal + -ly

  Επίρρημα

επεξεργασία

normally (en)

  1. κανονικά, υπό κανονικές συνθήκες, συνήθως
  2. φυσιολογικά

Συνώνυμα

επεξεργασία