συμμετρικά
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
συμμετρικά < συμμετρικός + -ά
ΕπίρρημαΕπεξεργασία
συμμετρικά
- με συμμετρικό τρόπο
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
συμμετρικά
Κλιτικός τύπος επιθέτουΕπεξεργασία
συμμετρικά
- ουδέτερο του συμμετρικός, στην ονομαστική, την αιτιατική και την κλητική του πληθυντικού