Η εύφορη ημισέληνος.

  Ετυμολογία

επεξεργασία
εύφορη ημισέληνος < εύφορη + ημισέληνος ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική fertile crescent)

  Πολυλεκτικός όρος

επεξεργασία

εύφορη ημισέληνος θηλυκό

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία