Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

 
Η εύφορη ημισέληνος.

  Ετυμολογία επεξεργασία

εύφορη ημισέληνος < εύφορη + ημισέληνος ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική fertile crescent)

  Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία

εύφορη ημισέληνος θηλυκό

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία