φεγγάρι
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | φεγγάρι | τα | φεγγάρια |
γενική | του | φεγγαριού | των | φεγγαριών |
αιτιατική | το | φεγγάρι | τα | φεγγάρια |
κλητική | φεγγάρι | φεγγάρια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- φεγγάρι < μεσαιωνική ελληνική φεγγάρι(ν) < φεγγάριον, υποκοριστικό του αρχαίου φέγγος
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
φεγγάρι ουδέτερο
- ουράνιο σώμα περιφερόμενο γύρω από τη Γη
- (κατʼ επέκταση) το φως που προέρχεται από το φεγγάρι
- (κατʼ επέκταση) δορυφόρος σε τροχιά γύρω από άλλο πλανήτη
- ένας σεληνιακός μήνας (περίπου 28 μέρες)
ΕκφράσειςΕπεξεργασία
- έχει τα φεγγάρια του : κάνει λόξες, είναι ιδιότροπος
- πάνε φεγγάρια που δεν σε είδα : πάει πολύς καιρός που δεν σε είδα
Επεξεργασία
ΣύνθεταΕπεξεργασία
και
ΣυνώνυμαΕπεξεργασία
Δείτε επίσηςΕπεξεργασία
- φεγγάρι στη Βικιπαίδεια
- φέγγω
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
φεγγάρι
→ δείτε τη λέξη σελήνη |