φεγγαριάτικος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
Επίθετο
επεξεργασία
φεγγαριάτικος, -η, -ο (λαϊκό)
- που έχει σχέση με το φεγγάρι
- που έχει επιληψία, επιληπτικός, σεληνιασμένος
- που συμπεριφέρεται παράξενα, ιδιότροπος
Συγγενικά
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
φεγγαριάτικος
|