σεληνιασμένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- σεληνιασμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου σεληνιάζομαι
Μετοχή επεξεργασία
σεληνιασμένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη σεληνιάζομαι
Μεταφράσεις επεξεργασία
σεληνιασμένος
|
σεληνιασμένος, -η, -ο
|