φεγγαριάτικα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία 1
επεξεργασίαουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου φεγγαριάτικος
Ουσιαστικό
επεξεργασία↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | φεγγαριάτικα | ||
γενική | των | φεγγαριάτικων | ||
αιτιατική | τα | φεγγαριάτικα | ||
κλητική | φεγγαριάτικα | |||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
φεγγαριάτικα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- οι λόξες, οι ιδιοτροπίες ενός ατόμου
Ετυμολογία 2
επεξεργασίαΚλιτός τύπος.
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαφεγγαριάτικα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του φεγγαριάτικο