↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο φεγγαροχτυπημένος η φεγγαροχτυπημένη το φεγγαροχτυπημένο
      γενική του φεγγαροχτυπημένου της φεγγαροχτυπημένης του φεγγαροχτυπημένου
    αιτιατική τον φεγγαροχτυπημένο τη φεγγαροχτυπημένη το φεγγαροχτυπημένο
     κλητική φεγγαροχτυπημένε φεγγαροχτυπημένη φεγγαροχτυπημένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι φεγγαροχτυπημένοι οι φεγγαροχτυπημένες τα φεγγαροχτυπημένα
      γενική των φεγγαροχτυπημένων των φεγγαροχτυπημένων των φεγγαροχτυπημένων
    αιτιατική τους φεγγαροχτυπημένους τις φεγγαροχτυπημένες τα φεγγαροχτυπημένα
     κλητική φεγγαροχτυπημένοι φεγγαροχτυπημένες φεγγαροχτυπημένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
φεγγαροχτυπημένος < φεγγάρ(ι) + -ο- + χτυπημένος

  Επίθετο

επεξεργασία

φεγγαροχτυπημένος, -η, -ο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία