πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το φεγγαράκι τα φεγγαράκια
      γενική
    αιτιατική το φεγγαράκι τα φεγγαράκια
     κλητική φεγγαράκι φεγγαράκια
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

φεγγαράκι ουδέτερο

  1. (υποκοριστικό) μικρό φεγγάρι
     αντώνυμα: φέγγαρος (λαϊκό)
  2. τρυφερά, ποιητικά το φεγγάρι
      χάρτινο το φεγγαράκι, ψεύτικη η ακρογιαλιά, αν μ' αγάπαγες λιγάκι, θα' ταν όλα αληθινά (στίχοι τραγουδιού: Νίκος Γκάτσος, μουσική: Μάνος Χατζιδάκις)
      φεγγαράκι μου λαμπρό, φέγγε μου να περπατώ (δημοτικό)
  3. γλυκόλογο
    παράδειγμα  φεγγαράκι μου!

Μεταφράσεις

επεξεργασία

για γλώσσες που δεν διαχωρίζουν το υποκοριστικό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε φεγγάρι