Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο φεγγαροφώτιστος η φεγγαροφώτιστη το φεγγαροφώτιστο
      γενική του φεγγαροφώτιστου της φεγγαροφώτιστης του φεγγαροφώτιστου
    αιτιατική τον φεγγαροφώτιστο τη φεγγαροφώτιστη το φεγγαροφώτιστο
     κλητική φεγγαροφώτιστε φεγγαροφώτιστη φεγγαροφώτιστο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι φεγγαροφώτιστοι οι φεγγαροφώτιστες τα φεγγαροφώτιστα
      γενική των φεγγαροφώτιστων των φεγγαροφώτιστων των φεγγαροφώτιστων
    αιτιατική τους φεγγαροφώτιστους τις φεγγαροφώτιστες τα φεγγαροφώτιστα
     κλητική φεγγαροφώτιστοι φεγγαροφώτιστες φεγγαροφώτιστα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

φεγγαροφώτιστος < φεγγάρι και φωτίζω

  Επίθετο επεξεργασία

φεγγαροφώτιστος

  Μεταφράσεις επεξεργασία