Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
φεγγάριασμα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
φεγγάριασμα
τα
φεγγαριάσμα
τ
α
γενική
του
φεγγαριάσμα
τ
ος
των
φεγγαριασμά
τ
ων
αιτιατική
το
φεγγάριασμα
τα
φεγγαριάσμα
τ
α
κλητική
φεγγάριασμα
φεγγαριάσμα
τ
α
Κατηγορία
όπως «
όνομα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
φεγγάριασμα
<
φεγγαριάζομαι
με θέμα φεγγαριασ- +
-μα
Ουσιαστικό
επεξεργασία
φεγγάριασμα
ουδέτερο
η κατάσταση του
φεγγαριάζομαι
, η
επιληψία