Ετυμολογία

επεξεργασία
φεγγαριάζομαι < λείπει η ετυμολογία

φεγγαριάζομαι, π.αόρ.: φεγγαριάστηκα, μτχ.π.π.: φεγγαριασμένος (αποθετικό ρήμα)

Συγγενικά

επεξεργασία