φεγγαριάζομαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- φεγγαριάζομαι < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα
επεξεργασίαφεγγαριάζομαι, π.αόρ.: φεγγαριάστηκα, μτχ.π.π.: φεγγαριασμένος (αποθετικό ρήμα)
- παθαίνω επιληψία, σεληνιάζομαι
Συγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | φεγγαριάζομαι | φεγγαριαζόμουν(α) | θα φεγγαριάζομαι | να φεγγαριάζομαι | ||
β' ενικ. | φεγγαριάζεσαι | φεγγαριαζόσουν(α) | θα φεγγαριάζεσαι | να φεγγαριάζεσαι | (φεγγαριάζου) | |
γ' ενικ. | φεγγαριάζεται | φεγγαριαζόταν(ε) | θα φεγγαριάζεται | να φεγγαριάζεται | ||
α' πληθ. | φεγγαριαζόμαστε | φεγγαριαζόμαστε φεγγαριαζόμασταν |
θα φεγγαριαζόμαστε | να φεγγαριαζόμαστε | ||
β' πληθ. | φεγγαριάζεστε | φεγγαριαζόσαστε φεγγαριαζόσασταν |
θα φεγγαριάζεστε | να φεγγαριάζεστε | (φεγγαριάζεστε) | |
γ' πληθ. | φεγγαριάζονται | φεγγαριάζονταν φεγγαριαζόντουσαν |
θα φεγγαριάζονται | να φεγγαριάζονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | φεγγαριάστηκα | θα φεγγαριαστώ | να φεγγαριαστώ | φεγγαριαστεί | ||
β' ενικ. | φεγγαριάστηκες | θα φεγγαριαστείς | να φεγγαριαστείς | φεγγαριάσου | ||
γ' ενικ. | φεγγαριάστηκε | θα φεγγαριαστεί | να φεγγαριαστεί | |||
α' πληθ. | φεγγαριαστήκαμε | θα φεγγαριαστούμε | να φεγγαριαστούμε | |||
β' πληθ. | φεγγαριαστήκατε | θα φεγγαριαστείτε | να φεγγαριαστείτε | φεγγαριαστείτε | ||
γ' πληθ. | φεγγαριάστηκαν φεγγαριαστήκαν(ε) |
θα φεγγαριαστούν(ε) | να φεγγαριαστούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω φεγγαριαστεί | είχα φεγγαριαστεί | θα έχω φεγγαριαστεί | να έχω φεγγαριαστεί | φεγγαριασμένος | |
β' ενικ. | έχεις φεγγαριαστεί | είχες φεγγαριαστεί | θα έχεις φεγγαριαστεί | να έχεις φεγγαριαστεί | ||
γ' ενικ. | έχει φεγγαριαστεί | είχε φεγγαριαστεί | θα έχει φεγγαριαστεί | να έχει φεγγαριαστεί | ||
α' πληθ. | έχουμε φεγγαριαστεί | είχαμε φεγγαριαστεί | θα έχουμε φεγγαριαστεί | να έχουμε φεγγαριαστεί | ||
β' πληθ. | έχετε φεγγαριαστεί | είχατε φεγγαριαστεί | θα έχετε φεγγαριαστεί | να έχετε φεγγαριαστεί | ||
γ' πληθ. | έχουν φεγγαριαστεί | είχαν φεγγαριαστεί | θα έχουν φεγγαριαστεί | να έχουν φεγγαριαστεί |