↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σεληνιακός η σεληνιακή το σεληνιακό
      γενική του σεληνιακού της σεληνιακής του σεληνιακού
    αιτιατική τον σεληνιακό τη σεληνιακή το σεληνιακό
     κλητική σεληνιακέ σεληνιακή σεληνιακό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σεληνιακοί οι σεληνιακές τα σεληνιακά
      γενική των σεληνιακών των σεληνιακών των σεληνιακών
    αιτιατική τους σεληνιακούς τις σεληνιακές τα σεληνιακά
     κλητική σεληνιακοί σεληνιακές σεληνιακά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σεληνιακός < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή σεληνιακός[1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /se.li.ni.aˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σε‐λη‐νι‐α‐κός

  Επίθετο

επεξεργασία

σεληνιακός, -ή, -ό

Συνώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία



γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική σεληνιακός σεληνιακή τὸ σεληνιακόν
      γενική τοῦ σεληνιακοῦ τῆς σεληνιακῆς τοῦ σεληνιακοῦ
      δοτική τῷ σεληνιακ τῇ σεληνιακ τῷ σεληνιακ
    αιτιατική τὸν σεληνιακόν τὴν σεληνιακήν τὸ σεληνιακόν
     κλητική ! σεληνιακέ σεληνιακή σεληνιακόν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ σεληνιακοί αἱ σεληνιακαί τὰ σεληνιακᾰ́
      γενική τῶν σεληνιακῶν τῶν σεληνιακῶν τῶν σεληνιακῶν
      δοτική τοῖς σεληνιακοῖς ταῖς σεληνιακαῖς τοῖς σεληνιακοῖς
    αιτιατική τοὺς σεληνιακούς τὰς σεληνιακᾱ́ς τὰ σεληνιακᾰ́
     κλητική ! σεληνιακοί σεληνιακαί σεληνιακᾰ́
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ σεληνιακώ τὼ σεληνιακᾱ́ τὼ σεληνιακώ
      γεν-δοτ τοῖν σεληνιακοῖν τοῖν σεληνιακαῖν τοῖν σεληνιακοῖν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'καλός' όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

ζητούμενο λήμμα