σεληνιακός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- σεληνιακός < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή σεληνιακός[1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /se.li.ni.aˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σε‐λη‐νι‐α‐κός
Επίθετο
επεξεργασίασεληνιακός, -ή, -ό
- που έχει σχέση με τη σελήνη
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣύνθετα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία σεληνιακός
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ σεληνιακός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- σεληνιακός - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- σεληνιακός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.