σεληναίος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- σεληναίος < ελληνιστική κοινή σεληναῖος[1]
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /se.liˈne.os/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σε‐λη‐ναί‐ος
Επίθετο επεξεργασία
σεληναίος, -α, -ο
- (λόγιο) συνώνυμο του σεληνιακός
Μεταφράσεις επεξεργασία
σεληναίος
→ δείτε τη λέξη σεληνιακός |
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)