Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

σεληναίοι

  1. σεληναίος, στην ονομαστική του πληθυντικού
  2. σεληναίος, στην κλητική του πληθυντικού