luna
Ισπανικά (es)Επεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
luna (es)
- (αστρονομία) η σελήνη
Λατινικά (la)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- luna < παλαιολατινική losna < ινδοευρωπαϊκή ρίζα *lewksnā < *lewk-. Συγγενές με τα (αρχαία ελληνικά) λύχνος, (αρχαία εκκλησιαστική σλαβονική γλώσσα) лоуна (luna).
ΠροφοράΕπεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
luna (la) θηλυκό
- (αστρονομία) η σελήνη
- (λογοτεχνικό) μήνας
- (λογοτεχνικό) νύχτα
- οτιδήποτε σε σχήμα μισοφέγγαρου
Επεξεργασία
ΚλίσηΕπεξεργασία
αριθμός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | luna | lunae |
γενική | lunae | lunārum |
δοτική | lunae | lunīs |
αιτιατική | lunam | lunās |
κλητική | luna | lunae |
αφαιρετική | lunā | lunīs |
ΠηγέςΕπεξεργασία
- luna - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Οξιτανικά (oc)Επεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
luna (oc) θηλυκό
- (αστρονομία) το φεγγάρι, η σελήνη
Παπιαμέντο (pap)Επεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
luna
- (αστρονομία) η σελήνη