Δείτε επίσης: λίχνος

Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο λύχνος οι λύχνοι
      γενική του λύχνου των λύχνων
    αιτιατική τον λύχνο τους λύχνους
     κλητική λύχνε λύχνοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία Επεξεργασία

λύχνος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική λύχνος

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

λύχνος αρσενικό

Συγγενικές λέξειςΕπεξεργασία

Δείτε επίσηςΕπεξεργασία

  • δεν σχετίζεται ετυμολογικά με το λιχνίζω

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc)Επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός     πληθυντικός  
αρσενικό αρσενικό ουδέτερο
ονομαστική λύχνος οἱ λύχνοι τὰ λύχν
      γενική τοῦ λύχνου τῶν λύχνων τῶν λύχνων
      δοτική τῷ λύχν τοῖς λύχνοις τοῖς λύχνοις
    αιτιατική τὸν λύχνον τοὺς λύχνους τὰ λύχν
     κλητική ! λύχνε λύχνοι λύχν
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  λύχνω
γεν-δοτ τοῖν  λύχνοιν
Και δεύτερος πληθυντικός όπως το «τέκνον».
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία Επεξεργασία

λύχνος < ρίζα *λυκ-, βλέπε λυκόφως, λευκός, λατινικό lux • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

λύχνος αρσενικό

Συγγενικές λέξειςΕπεξεργασία

  ΠηγέςΕπεξεργασία